πάμφι

πάμφι
πάμφι
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάμφι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παντάπασι». [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶν + κατάλ. φι, πιθ. οργανικής πτώσης, που απαντά στη Μυκηναϊκή και στον Όμηρο (πρβλ. νόσ φι)] …   Dictionary of Greek

  • ουρανόφι(ν) — οὐρανόφι(ν) (Α) επίρρ. στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + επιρρμ. κατάλ. φι (πρβλ. νόσφι, πάμφι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”